λεοντόθυμος

λεοντόθυμος
-η, -ο (Μ λεοντόθυμος, -ον)
αυτός που έχει το θάρρος τού λιονταριού, λεοντόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)-* + θυμός (πρβλ. ανθρωπό-θυμος, βορβορό-θυμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… …   Dictionary of Greek

  • λεοντόκαρδος — η, ο αυτός που έχει το θάρρος και τη γενναιότητα τού λιονταριού, λεοντόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + καρδος (< καρδία), πρβλ. λαγό καρδος, πετρό καρδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • λεοντόκαρδος — η, ο αυτός που έχει καρδιά λιονταριού, λεοντόθυμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”